Αναγνώστες

27/9/07

Ιστορικά γεγονότα

Είναι άγνωστο πότε κτίσθηκε το χωριό. Η αρχαιότερη γνωστή αναφορά στη Στράνωμα γίνεται στην «Ιερά Διήγηση Θαυματουργού εικόνας Παναγίας Προυσιωτίσσης»31, όπου καταχωρούνται τα παρακάτω:
Κατά το 1790 ενα βρέφος από ενα χωρίον όπου ονομάζεται Στράνωμα, εσεληνιάζετο και ετεράσσετο από χαλεπά δαιμόνια, ή δε μήτηρ αυτού Ζαχάρω ονόματι, είχε λύπην ανήκουστον περί τούτου.
Συμβουλευθείσα δέ παρά των συγγενών αυτής πήρε το βρέφος και έφερεν αυτό εις την κυρίαν Θεοτόκον και προσπεσούσα εν όλη καρδία και πίστη θερμή έμπροσθεν της θείας εικόνος της Θεοτόκου, έλαθε την θεραπείαν εις το βρέφος της, διότι ελευθερώθη τελείως από τον σεληνιασμό»
Από ταπί που βρίσκεται στο παλιό αρχείο του Μοναστηριού της Κοζίτζας βλέπομε ότι, η «Στράνουμα» παραχωρεί στο Μοναστήρι στα 1800 ένα χωράφι.
Ως πρώτοι κάτοικοι του χωριού αναφέρονται οι εξής:
Οικογένεια Καραγκούνη: Διασώζεται ακόμα και σήμερα, σχετικό τοπωνύμιο «η βρύση Καραγκούνη», που διαιωνίζει την παράδοση. Το επώνυμο της οικογενείας φανερώνει την προέλευσή της.
Σύμφωνα με την παράδοση μια ομάδα ληστών απ’ την θέση «Παναγία» πυροβόλησε τις γεμάτες μούστο κάδες των Καραγκουναίων που τρύπησαν και έφθασε ο μούστος μέχρι την «Κριάβρυση»
Οικογένεια Καϊλή ή Καηλού: Eίχε την κατοικία της στην θέση κτίρια. Ο Καϊλής ήταν μεγάλος γαιοκτήμονας και κτηνοτρόφος.
Οικογένεια Σωτήρη Σβόζου: Oι απόγονοί του πήραν το επώνυμο Σωτηρόπουλος.
Οι Ζουκαίοι, Οι Τζιορτζαίοι, Οι Ντελοπουλαίοι, Οι Βασιολοπουλαίοι, Οι Κακανατσαίοι, Οι Παπαθανασοπουλαίοι.
Οικογένεια Τασιοπούλου ή Παπαγιάννη: Επειδή δύο παιδιά της οικογένειας αυτής σκοτώθηκαν απ’ τους ληστές, το ένα στην θέση «σιναβίδι» και το άλλο στην «Μελέζα», ο Τασιόπουλος πήρε το σωματοφύλακά του το Γιάννη Νούλα που ήταν αρχηγός της μεγάλης Νουλαίικης πατριάς. «Νούλας στα 1829 υπήρχε στην Άμπλιανη Ευρυτανίας»
Το ίδιο περίπου καιρό εγκαταστάθηκαν και νέοι κάτοικοι, ως ο Κατσανάκης άπ’ την Σιτίστα. Το 1836 κατοικούσε στην Στράνωμα.
Ο Αποστολόπουλος απ’ την Γρανίτσα. Ο Πασπάλας άπ’ τον Πλάτανο, ήδη το 1834 κατοικούσε στην Στράνωμα, ο Κατσαρός άπ’ τον Πέρκο, ο Σπαρτινός άπ΄την Σπαρτιά Τριχωνίδας, που ήδη στα 1829 ήταν στο χωριό. Αργότερα κατοίκησαν ο Ρηγανάς από το Ριγάνι, ο Γιάννης Μακρυγιάννης απ΄την Στύλια, εγγονός του οπλαρχηγού του ’21 Γιάννη Ν. Μακρυγιάννη, οι Ξεθαλαίοι (Κωσταντής και Γιώργης Ξεθάλης υπήρχαν στα 1829 στον Προυσό, οι Τσιακαίοι κ.α.
Στους επαναστατικούς χρόνους η Στράνωμα υπαγόταν στον Καζά των Κραβάρων. Σις 6 Μαϊου 1824 όλα τα χωριά από Αβόρανη έως Στράνωμα υπόγραψαν ομολογία ότι θα ήσαν όλοι οι κάτοικοι ευπειθείς στον Στρατηγό των Κραβάρων Ανδρίτσο. «Ανάμεσα στους άλλους προύχοντες που υπογράφουν, υπογράφει και ο Κίτζος από Στράνωμα»
Στο δευτέρι της 4/1824 «δια τον λουφέν του καπετάνιου Σαφάκα και του έπαρχου και τα έξοδα των προεστών και του Πηλάλα (οπλαρχηγού) τον λουφέ» η Στράνωμα δίδει γρόσια 142.30 και ανάλογα μπαρουτόβολα 33.
Σε λογαριασμό του Στρατηγού Σαφάκα, από 1η Απριλίου 1825 και δώθε εμφαίνεται ότι η Στράνωμα έδωσε 48 οκάδες αλεύρι , καπετάνος 20 σφαχτά καπετάνος, 6 σφαχτά Τζαβέλας, 11 σφαχτά Γιολτασαίοι και Μάρκο Καψιώτης.

Σε κατάλογο του Στρατηγού Σαφάκα 1824 με 1825 αναφέρονται: Κακανάτζας, Στράνωμα και κάτω άπ’ αυτόν Ζήσιμος αδελφός του. Σε λογαριασμό του Καπετάν Σαφάκα «Τα όσα μεράζει ο καπιτάνιος δια «λουφέν» μνημονεύονται: Ζήσιμος 35 γρόσια, Κακανάτζας 19.20
Πρόκειται για τον Θανάση Κακανάτζα που τον βρίσκουμε στις χιλιαρχίες με το βαθμό του δωδεκάρχου.
Σε έγγραφο της 8 Νοεμβρίου 1834 για το μοναστήρι του Άι-Λια της Αράχοβας, υπογράφουν «ο Δημογέρων της Στράνωμας Βασίλειος Κώστας, Τάσος από Στράνωμα, Κώστας Καϊλόπουλος , Κώστας Πασπάλας.
Με το παρακάτω έγγραφο μαθαίνουμε τους κατοίκους της Στράνωμας και των γειτονικών χωριών στα 1829. (Γ.Α.Κ Γενική Γραμματεία Φ 201)
Δυνάμει του υπ’ αριθμ.10049 του περί συγκαλέσεως της Εθνικής Συνελεύσεως ψηφίσματος και των υπ’ αριθμ. 10150 οδηγιών της Σ. Κυβερνήσεως και κατά την υπ’ αριθμ.424 προκήρυξη του Προσωρινού Διοικητή της Επαρχίας ταύτης, σήμερον την δεκάτην ενάτην του παρόντος, ημέρα Κυριακή, γενομένης της εγχωρίου συναθροίσεως των εγκατοίκων των χωρίων «Στύλιας, Πόργιαρη και Στράνωμας» εντός του ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου και αναγνωσθέντων μεγαλοφώνως των ειρημένων, τούτου ψηφίσματος και των οδηγιών της Σ. Κυβερνήσεως, προεδρευόντων των δημογερόντων των άνωθεν χωρίων, κυρίων Χρήστου Γιαννοπούλου, Θανάση Σακέτου και Τάσου Παπαγιαννοπούλου, κατεστρώθη ο κατάλογος, ως κάτωθι φαίνεται, των παρόντων και εχόντων δικαίωμα ψήφου πολιτών, όστις αναγνωσθείς μεγαλοφώνως και επικυρωθείς δια της συγκαταθέσεως των συνελθόντων και εχόντων δικαίωμα ψήφου πολιτών, αποδεχθείσης δε τη πλειοψηφίας, κηρύττεται η συνάθροισης αύτη νόμιμος.
Αποβληθέντων εκ της συναθροίσεως ταύτης των μη εχόντων δικαίωμα ψήφου συγκατοίκων και αναγνωσθέντων μεγαλοφώνως παρά του γεροντότερου της συναθροίσεως ταύτης, κύρ Αναγνώστου Παπαπαγιαννοπούλου, ωρκίσθησαν όλα τα μέλη της συναθροίσεως.
Μετά δε τον όρκο καταστρωθέντων του καταλόγου των εις εκλογήν υποψηφίων μελών εκ των Γεροντοτέρων της συναθροίσεως ταύτης Κυρίων Θανάση Κροκίδα, Νάσιου Τζαουσόπουλου, Ανδρέου Δημητροπούλου Στηλιωτών, Διαμαντή Ζελοπούλου Ποργιαρίτη και Γιαννάκη Παπαθανασοπούλου Στρανωμίτη, ως κάτωθι φαίνεται και ψηφορηθέντος ενός εκάστου των υποψηφίων ιδιαιτέρως κατά σειράν, εκλέχθη νόμιμος εκλογεύς ο κ. Αναγνώστης Παππαγιαννόπουλος προσυπογραφόμενος Αναγνώστης Παπαγιαννόπουλος.
Αποσπάσματα από τα
"Ναυπακτιακά Μελετήματα" 1980 σελίδες 91-94

25/9/07

Το ξύρισμα του γαμπρού

Την Κυριακή το πρωί συγκεντρώνονται όλοι οι καλεσμένοι στο σπίτι του γαμπρού. Όλοι με το άλογό τους στολισμένο με ωραία κουβέρτα και λουλούδια στο κεφάλι και φορώντας οι ίδιοι την πιο καλή φορεσιά τους.
Έρχεται και ο κουρέας. Αρχίζει να κουρεύει το γαμπρό ενώ δίπλα του υπάρχει ένας δίσκος και όλοι πετούν χρή­ματα. Κερνούν τον κουρέα. Συνέχεια δε ακούγονται πυροβολισμοί.
Το πάρσιμο της νύφης
O γαμπρός είναι καβάλα σε λευκό άλογο, με λευκή κουβέρτα στο σαμάρι. Η νύφη είναι κουκουλωμένη με λευκό πέπλο. Πολλές φορές δεv την έπαιρνε και ­αλλαγμένη.
Γι’ αυτό έμεινε και η παροιμία: «Αυτή κουκουλώ­θηκε» ή «να κουκου­σώσουμε το γαμπρό».
Τα παπούτσια της νύφης τα φορούσε ο πρώτος κουνιάδος και στο δεξί της έβαζε ασημένιαχρήματα

Όταν ερχόταν η νύφη στο σπίτι του γαμπρού έβγαινε η πεθερά στην πόρτα και την περίμενε. Η νύφη είχε μέσα σ’ ένα ταγάρι μύ­γδαλα, μήλα και χρήματα.
Με τα χρήματα ασήμωνε το σπίτι. Τα έριχνε επάνω. Είχε και μία κουλούρα κεντημένη. Προτού κατεβεί η νύφη από το ζώο έπαιρναν ένα αγόρι πρωτότοκο που είχε μάνα και πατέρα και το γυρνούσαν τρεις φορές γύρω από το ζώο να πάρει την κουλούρα και ο κόσμος φώναζε: «Φίλησε τη νύφη να κοκκινήσει σαν και σένα».
Μετά ο κουνιάδος κατέβαζε τη νύφη από το ζώο. Του έδινε η νύ­φη ένα μήλο, τη φιλούσε και την έπαιρνε αγκαζέ και την πήγαινε στην πεθερά.

‘Ολοι οι καλεσμένοι τραγουδούν:
Ο γάμος καλορίζικος
κι η νύφη καλομοίρα.
Να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός
κουμπάρος και κουμπάρα.
Να ζήσει κι ο προξενητής
Που προξένεψε το γάμο.


Η πεθερά είχε ένα δίσκο ρύζι, βαμπάκι και ένα ποτήρι κρασί. Το βαμπάκι το έβαζε γύρω γύρω στο λαιμό του γαμπρού και της νύφης με την ευχή να γεράσουν και ν’ ασπρίσουν. Το κρασί το πρόσφερε στη νύφη. Η νύφη έπαιρνε το ποτήρι με το κρασί και το έχυνε σταυ­ρωτά, ο δε κόσμος φώναζε: «Πέτα νύφη το ποτήρι». Πίστευαν διότι όποιος πιάσει το ποτήρι ή πιει απο το κρασί ως το χρόνο θα πα­ντρευόταν.
Μετά η νύφη πετούσε μύγδαλα, ρύζι, κουφέτα και όλοι προσπα­θούσαν να τα πιάσουν.
Ο πεθερός περίμενε στη μέσα πόρτα του σπιτιού. Η νύφη έκανε υπόκλιση στον πεθερό και στη συνέχεια οι καλεσμένοι περνούσαν και χαιρετούσαν τους νιόπαντρους.
Μετά γινόταν διακοπή να πιει η νύφη τον καφέ. Τον καφέ τον πρόσφερε ένα αγόρι που είχε μάνα και πατέρα. Μέσα στο φλυτζά­νι έριχνε η νύφη χρήματα του αγοριού.
Για να διαλυθεί ο γάμος έπρεπε να βγεί η νύφη κι ο γαμπρός να χορέψουν.

Η φωτογραφία το ξύρισμα του γαμπρού είναι παρμένη από το βιβλίο "Η ΝΑΥΠΑΚΤΙΑ" του Γιάννη Ρουσόπουλου http://www.greelandscape.gr

24/9/07

Η τελετή του γάμου

Τα προζύμια

Την εβδομάδα που πλησιάζει ο γάμος αρχίζουν οι προετοιμα­σίες στο σπίτι της νύφης και του γαμπρού. Την Τετάρτη το βράδυ στο σπίτι του γαμπρού και την Πέμπτη το βράδυ στο σπίτι της νύ­φης αναπιάνονται τα προζύμια με τα οποία θα ζυμώσουν τα ψωμιά του γάμου.
Συγκεντρώνονται οι κοντινοί συγγενείς και οι γείτονες στο σπί­τι.
Μια κοπέλα ανύπαντρη στρώνει μία κουβέρτα αμεταχείριστη στη μέση του δωματίου, του μεγαλύτερου στο σπίτι και όλοι φωνάζουν«καλορίζικα, να ζήσουν».
Μέσα στη μέση της κουβέρτας τοποθε­τούν τη σκάφη που ζυμώνουν. Ύστερα παίρνουν την σήτα και βάζουν μέσα σ’ αυτή αλεύρι
Στη συνέχεια καλούν όλα τα παιδιά που έχουν μάνα και πατέρα και έχουν ηλικία κάτω των 10 χρόνων.
O αριθμός των παιδιών πρέπει να είναι μονός. Πρώτα οι γονείς και μετά σι συγγενείς πετούν χρήματα μέσα στη σήτα. Τα χρήματα αυτά τα μοιράζονται τα παιδιά που κρατάνε τη σήτα
Το αλεύρι το έπαιρνε η κοπέλα που έστρωσε την κουβέρτα και το έκανε προζύμι.
Κατόπιν ορμούσαν όλοι να πάρουν ζυμάρι να αλείψουν το γαμπρό ή τη νύφη.

Τα καλέσματα:
Την Παρασκευή το πρωί ο γαμπρός και η νύφη θα στείλουν τα καλέσματα σ’ όσους θα παρακαθήσουν στο τραπέζι. Το κάλεσμα εί­ναι ένα ζαχαράτο, ένα γαρίφαλο και λίγο ρύζι τυλιγμένο σ’ ένα χαρτί.
Οι καλεσμένοι που θα παρακαθήσουν στο τραπέζι του γαμπρού ή της νύφης θα στείλουν το Σάββατο στο σπίτι το «κανίσκι» των (κα­λοζυμωμένο ψωμί με ζαχαράτα, γαρίφαλα και κεντίδια επάνω), μία τσίτσα (μπουκάλα) κρασί και κρέας.
Της νύφης το τραπέζι γίνεται το Σάββατο το βράδυ, του δε γα­μπρού την Κυριακή.

Τα προικιά
Την Παρασκευή συγκεντρώνονται οι κοπέλες (προσκαλεσμένες) του χωριού στο σπίτι της νύφης και δένουν τα προικιά σε μπόγους(δέματα).
Το Σάββατο το πρωί συγκεντρώνονται στο σπίτι του γαμπρού οι καλεσμένοι για τα προικιά. Καθένας έχει το άλογό του στολισμένο με μία καλή κουβέρτα και λουλούδια στην καμστράνα (χαλινάρι).
Σ όλο το δρόμο τραγουδούν διάφορα τραγούδια. ‘Όσοι τους ακούνε στο δρόμο βγαίνουν στα παράθυρα, στα μπαλκόνια, στους δρόμους και ρίχνουν ρύζι με την ευχή «καλορίζικα». Όταν φτάσουν στο σπίτι της νύφης ένας έμπιστος από το σόι του γαμπρού πηγαί­νει να περιλάβει τα προικιά.
Βγαίνει η νύφη και δένει σ’ όλα τα ζώα στο δεξιό μέρος της καμ­στράνας από ένα άσπρο μαντίλι. Αυτό το παίρνει ο κάτοχος του ζώ­ου
Για να πάρουν τα προικιά, πρέπει να πληρώσει το σόι του γα­μπρού, αλλιώς αρνούνται οι κοπέλες που τα ετοίμασαν να τα δώ­σουν. Ανεβαίνει ένα παιδί στο γιούκο των ρούχων και αρνείται να δώσει τα ρούχα αν δεν πάρει χρήματα.
Αφού φορτώσουν τα προικιά στα ζώα και αφού τους ξεπροβοδί­σει η νύφη παίρνουν το δρόμο του γυρισμού. Στο σπίτι του γαμπρού τους περιμένουν με ρύζι και λουλούδια. ‘Όταν κατεβάσουν τα προι­κιά, τα ανοίγουν και με το πιο ωραίο κουκουλώνουν το γαμπρό.

Γάμος

Η σημασία του γάμου για τους κατοίκους του χωριού.

Οι γονείς φροντίζουν για την αποκατάσταση των παιδιών τους και ιδιαίτερα των κοριτσιών. ιδιαίτερα η μητέρα από πολύ νωρίς προετοιμάζεται για το γάμο της κόρης της.
Το κορίτσι πρέπει να παντρευτεί με κάθε τρόπο. Αν τύχει και μεί­νει ανύπαντρο αυτό αποτελεί μεγάλη ντροπή και δυστυχία για τους γονείς. Τα αγόρια έχουν υποχρέωση να προστατεύσουν τις αδερ­φές τους και να τις προικίσουν. Δεν παντρεύονται δε προτού πα­ντρευτούν οι αδερφές τους. Αλλά και ανάμεσα στις αδερφές υπάρ­χει προτεραιότητα.
Οι μικρές αδερφές δεν παντρεύονται ενωρίτερα από τις μεγάλες.
Οι περισσότεροι γάμοι στο χωριό γίνονται με προξενιά. Μετά το ταίριασμα γίνεται ο αρραβώνας. Ο αρραβώνας γίνεται το Σάββατο το βράδυ στο σπίτι της νύφης με καλεσμένους τον παπά του χωρι­ού και τους κοντινούς συγγενείς. Ο γαμπρός και η νύφη φορούν το σύμβολο του αρραβώνα, το δαχτυλίδι και ανταλλάσουν διάφορα δώρα ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες.
Μετά ακολουθούν οι ευχές από τους παρευρισκόμενους: «Ναζήσετε, καλά στέφανα».
Οι νέοι του χωριού προτιμούν γυναίκες όμορφες, της ηλικίας τους ή μικρότερες, που να ξέρουν να υφαίνουν, να γνέθουν ή να κε­ντούν και από καλό σόι. Το θεωρούσαν ντροπή να πάρουν γυναίκα μεγαλύτερή τους. Η προίκα έχει μεγάλη σημασία γι’ αυτούς, η δε μητέρα τούς συμβουλεύει τι πρέπει να ζητήσουν από τους μέλλο­ντες πεθερούς.
Οι κοπέλες προτιμούν νέους όμορφους, ψηλούς και πολύ πλού­σιους. Το να πάρει μικρότερό της η κοπέλα δεν το βρίσκει σωστό. Ούτε γέρο σύζυγο πλούσιο. Αν καμιά φορά πιεστεί από τους γονείς της να πάρει σύζυγο γέρο, αλλά πλούσιο θεωρεί τη ζωή της δυ­στυχισμένη.
Πολλές φορές οι γονείς πιέζουν τα κορίτσια τους να πάρουν πλούσιους Αμερικάνους για να λύσουν το οικονομικό πρόβλημα της οικογενειας τους η για να πάνε και οι άλλες αδερφές στην Αμερική για να παντρευτούν.
Καλεσμένοι στο γάμο είναι όχι μόνο σι συγγενείς και φίλοι, αλ­λά και όλοι oι κάτοικοι του χωριού και άλλοι απο τα γειτονικά χωριά.
Ιδιαίτερη σημασία δίνουν οι κάτοικοι και στους κουμπάρους. Ζη­τούν κουμπάρους από σόι και να ‘ναι κοινωνικά ανώτεροί τους. Ο Κουμπάρος προσφέρει για δώρο στη νύφη κυρίως ένα φόρεμα και πηγαίνει ένα σφάγιο (αρνί ή κατσίκι) για το τραπέζι.
Την ημέρα του γάμου εκτός από το φαγοπότι και το γλέντι πέ­φτουνε και τουφεκιές για να γιορτάσουν την ένωση του ζευγαριού.
Σαν κατάλληλη μέρα του γάμου θεωρούν την Κυριακή. Τις άλλες μέρες μόνο οι κλεμμένοι παντρεύονται και όταν ένας από το ζευ­γάρι έχει χηρέψει.
Τα στεφανώματα γίνονται στις εκκλησιές Αϊ-Νικόλα και Aϊ- Γιώργη. Στα ξωκλήσια στεφανώνονται οι κλεμμένοι.
Κυριότερη ευχή που δίνουν είναι ν’ αποκτήσουν παιδιά. Γάμος μεταξύ στενών συγγενών δε γίνεται

Ιδιωτικός βίος στο χωριό

Γέννηση:

Στα παλιά τα χρόνια κατά τη γέννηση του πρώτου παιδιού στην οικογένεια γίνονταν οι παρακάτω εκδηλώσεις:
Αν γεννιόταν αγόρι συγκεντρώνονταν στο σπίτι οι συγγενείς και έκαναν γλέντι, ενώ αν γεννιόταν κορίτσι δε γινόταν καμία εκδήλω­ση. Στη συνέχεια κερνούσαν το παιδί χρήματα, ο δε παππούς έδινε στο πρώτο εγγόνι του, σαν ενθύμιο ένα αρχαίο κειμήλιο.
Στο αγόρι πρόσφερε κανένα παράσημο από το στρατό ή ένα σουγιά από το πανηγύρι ή ένα χωράφι.
Παρατηρούσαν το αγόρι αν έχει κορυφή στα μαλλιά του. Και εάν μεν είχε μία κορυφή πίστευαν ότι θα γεννηθεί και δεύτερο αγόρι και όταν θα μεγαλώσει θα παντρευτεί μία φορά.
Εάν είχε δύο κορυφές θα γεννηθούν δίδυμα και θα παντρευτεί δύο φορές.
Για τα παραμορφωμένα και αλλήθωρα παιδιά πίστευαν παλιότε­ρα ότι γίνονταν από τις πρακτικές μαμές. Πρακτικές μαμές παλιό­τερα στο χωριό ήταν: η Σπυριδούλα Αποστολοπούλου, η Ρίνα Μπούρμπουλα, η Κωστούλα κ.ά.
Για τη διευκόλυνση του τοκετού χρησιμοποιούσαν κυρίως ζε­στά.
Κατά τη γέννηση αν ερχόταν στο σπίτι κανένας ταξιδιώτης έπρεπε να του ρίξουν φωτιά στην πόρτα, να πατήσει επάνω και τό­τε να δει τη λεχώνα. Έτσι πίστευαν ότι φυλάγεται από τα ξωτικά. Η λεχώνα απαγορευόταν να βγει έξω από το σπίτι μετά τη δύση του ηλίου και το μεσημέρι για σαράντα μέρες. Επίσης απαγορευόταν να πλένει τα ρούχα του μωρού μεσημέρι στη βρύση και να έχει απλω­μένα ρούχα έξω από το σπίτι το βράδυ.
Όλα αυτά γινόντουσαν γιατί πίστευαν πίστευαν ότι τα δαιμονικά κυνηγούν πολύ τη λεχώνα.
Στις σαρά­ντα μέρες γινόταν ο σαραντισμός στην εκκλησία του χωριού και η λεχώνα ήταν ελεύθερη.
Αν κάποιο μωρό τύχαινε και πέθαινε αβάφτιστο δεν Το έθαβαν στο νεκροταφείο, αλλά το καταπλάκωναν με πέτρες σε κάποιο ερημικό μέρος (τρόχαλος). Πίστευαν δε ότι το μωρό αυτό γινόταν ξω­τικό (χαμοδράκι) και έκλαιγε τη νύχτα ή το καταμεσήμερο.
Βάφτιση :




Η βάφτιση παλιότερα γινόταν μυστικά από τη μητέρα ή στην εκ­κλησία ή στο σπίτι.
Κατά την τέλεση του μυστηρίου η μητέρα περί­μενε απ’ έξω από την εκκλησία ή το σπίτι για να μην ακούσει το και­νούριο όνομα. Όποιος από τους παρευρισκόμενους άκουγε πρώτος το όνομα έτρεχε στη μητέρα, ανάγ­γειλε αυτό και η μητέρα τον κερνού­σε χρήματα (του έδινε συχαρίκια).
Νουνός στα δύο πρώτα παιδιά της οικογένειας ήταν υποχρεωτικά, εκτός αν δεν ήθελε, ο νουνός του πατέρα ή αυτός που στεφάνωσε το ανδρόγυνο. Συνηθιζόταν τα δύο πρώ­τα παιδιά να βαφτίζονται με το όνομα του παππού και της γιαγιάς (γονέων του πατέρα).
Μετά τη βάφτιση ακολουθούσε στο σπίτι γλέντι. Την πρώτη δε κοι­νωνία στο μωρό έπρεπε να τη δώσει έπρεπε ο νουνός
Όταν το παιδί γινόταν 6-7 χρονών ο νουνός έπρεπε να του πάρει τα φουντούκια. Τα φουντούκια ήταν παπούτσια και μια καλή φορεσιά. Τα φουντούκια τα πήγαινε κυρίως ο νουνός τις παραμονές του Πάσχα. Οι γονείς του παιδιού για να τον ευχαριστήσουν του έδιναν για δώρο ένα αρνάκι ή κατσικάκι, ή μια κουβέρτα

Επαγγελματικός βίος

Κατοικία
Παλιότερα έχτιζαν σπίτια ως εξής:
Στην αρχή έσκαβαν τα θεμέλια και έσφαζαν σε μία από τις τέσ­σερις γωνιές μία κότα.
Στη συνέχεια έψαλλε αγιασμό ο παπάς του χωριού και κάτω απ την πρώτη πέτρα, που τοποθετούσε ο μάστο­ρας, έριχναν χρήματα ασημένια.
Το σχήμα του σπιτιού ήταν κυρίως Π ή Λ.
Την πόρτα την τοποθετούσαν στην πλευρά που τους βόλευε κα­λύτερα. Τα υλικά ήταν πέτρες και λάσπη με άχυρα (για να μην πέ­φτει ο τοίχος).
Η ευθυγράμμιση των τοίχων γινόταν με το μάτι. Παράθυρα δεν έκαναν πολλά για να μην κάνει πολύ κρύο στο σπίτι. Τα παράθυρα ήταν ξύλινα χωρίς τζάμια.
Για τζάμια έβαζαν ένα πανί, ενώ το βράδυ τοποθετούσαν στα παράθυρα, αφού έκλειναν, τα ξύλινα εξώφυλλα, ρούχα για να μη κρυώνουν. Η σκεπή κατασκευαζόταν με σανίδια και πέτρινες πλά­κες. Οι διαιρέσεις (ή τα διαχωρίσματα των δωματίων γίνονταν με ξύλα που άλειφαν με λάσπη). Το πάτωμα γινόταν με ξύλα. Ταβάνι δεν υπήρχε. Η γωνιά (τζάκι) ήταν στη μέση του σπιτιού. Επάνω από τη γωνιά κρεμούσαν μία κατσαρόλα με γυριστό σίδηρο που έπιανε από τη σκεπή και έφτανε στη μέση στη γωνιά. Έτσι έβραζαν το φα­γητό γιατί δεν υπήρχαν πυροστιές. Για να ανακατεύουν την φωτιά εί­χαν ένα μεγάλο ξύλο (ξεθάλι).
Στο ταβάνι κρεμούσαν όλα τα υπάρχοντα τους σε πρόκες καρ­φωμένες στη σκεπή. Μήλα, αχλάδια κλπ. Τα Χριστούγεννα κρεμούσαν το γουρούνι για να καπνίζεται.
Τα φρούτα τα κρεμούσαν ως εξής στη σκεπή.
Βρίσκανε πέταυρα (ίσια σανίδια). Τα τοποθετούσαν επάνω στα πέταυρα ξύλα στα οποία στηριζόταν η σκεπή, τα άλειφαν με κοπριά αγελάδων να μη τα τρώει το σκουλήκι κι επάνω τοποθετούσαν τα φρούτα.
‘Όταν έμπαινε ένας επισκέπτης μέσα στο σπίτι του έλεγαν:
«απτθώσ’ ιγδία καταϊ» = κάθισε εδώ κάτω», και έπαιρναν και τον κερνούσαν μήλο ή ρόδι κ.λ.π.
Όταν τελείωνε το χτίσιμο του σπιτιού γινόταν γλέντι.
Συγκεντρώνονταν στο σπίτι το νεόκτιστο οι συγγενείς, αλλά δεν καθόντουσαν άντρες και γυναίκες μαζί, αλλά χωριστά. Οι γυναίκες ετοίμαζαν το τραπέζι, έκαναν μια υπόκλιση στους καλεσμένους άντρες και έφευγαν από το δωμάτιο εκείνο.
Αν χρειαζόταν κάτι στο τραπέζι μετά, ο νοικοκύρης φώναζε:
Κυρά, ε, Κυρά.
Ορίστε αφέντη μ’, έκανε με υπόκλιση. ‘Έπαιρνε την παραγγε­λία και την εκτελούσε.
2.Γεωργία
Οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνται με τη γεωργία και την κτη­νοτροφία. Τα χωράφια τα καλλιεργούσαν με ξύλινο αλέτρι το οποίο το έσερναν δύο βόδια, ή ένα βόδι και ένα γαϊδούρι ή δυο άλογα ή δύο γαϊδούρια.
Το υνί ήταν σιδερένιο. Αποτελείτο από τη χειρολάβα, αλετροπό­δα, φτερά και σπάθα.
Όλα τα τμήματα αυτά για να τα συνδέουν χρησιμοποιούσαν σφήνες ξύλινες.
Στα χωράφια έσπερναν κυρίως σιτάρι Το φθινόπωρο και
καλαμπό­κι την άνοιξη. Μια χρονιά έσπερναν ένα τμήμα και την άλλη το άλλο.
Ο θερισμός γινόταν με δρεπάνια. Έκαναν μικρές χεριές και αυτές τις έδε­ναν δεμάτια (30 χεριές ή μικρότερες) τα οποία με­τέφεραν στο αλώνι. Το αλώνι, αφού το καθάριζαν καλά, ξύνοντας τα χόρτα, το έκαναν επάλειψη με κοπριά βοδιών. Τα μυρμήγκια τα καταπολεμούσαν με στάχτη. Αλώνιζαν με βόδια, άλογα ή γαϊδούρια

23/9/07

Σύνορα-Πληθυσμός

Το χωριό, είναι κτισμένο σε υψόμετρο 560μ, στις δυτικές πλαγιές τού βουνού «Κορφές», προέκτασης τού βουνού «Καρδαράς», στη μέση δύο λόφων πού καταλήγουν στον ποταμό Εύηνο ή Φείδαρη.
Στην ανατολική όχθη τού Εύηνου απλώνονται καταπράσινοι κάμποι.
Οι οικισμοί πού αποτελούν την Κοινότητα είναι:
1) Η Στράνωμα, το κυρίως χωριό έδρα τής ομώνυμης κοινότητας πού ιδρύθηκε στα 1912 ο άνω κάμπος υψόμετρο 220μ
3) Τα Διπόταμα, στο σημείο αυτό ενώνεται ο Εύηνος με τον Κότσαλο.
4) O Κάτω Κάμπος υψόμετρο 170 μ.
5) Τα Λουτρά Στάχτης Ύψο. 300 μ.
Η Κοινότητα Στράνωμας στα Β. συνορεύει με την Κοινότητα Δορβιτσιάς και τον Κότσαλο, Ν. με τις Κοινότητες Ριγανίου και Φαμίλας, Α. με τις Κοινότητες Δορβιτσιάς και Σίμου και Δ. με τον Εύηνο.
Η έκταση της Κοινότητας είναι 17.5τχ από την οποία τα 2.4τχ καλλιεργούνται, τα 9.5τχ είναι βοσκότοποι, 4.5τχ είναι δασόφυτα και τα 1.1τχ κατοικούνται.
Προ του 1820 ως αναφέρει ο Πουκεβίλ, είχε 20 οικογένειες, το 1829 είχε 6 οικογένειες το 1836 20 οικογένειες ή 88 κατοίκους, το1844 κατοίκους 94, το 1861 κατοίκους 167, το 1879 κατοίκους 215, το 1889 κατοίκους 302,1900 κατοίκους 300 και το 1907 κατοίκους 325.
Στους νεότερους χρόνους παροuσιάζει την παρακάτω εξέλιξη: 1920 κατοίκους 328, 1928 κατοίκους 382, 1940 κατοίκους 503, 1951 κατοίκους 612, 1961 κατοίκους 460, 1971 κατοίκους 310
Ο Ποκεβίλ την αναφέρει ως Stranova. Στα έγγραφα της επαναστάσεως αναφέρεται ως Στράνωμα.
Στα αρχεία της Νομαρχίας αναφερόταν σε ουδέτερο γένος, το Στράνωμα, του Στρανώματος. Τον Ιούνιο 1973 το Στράνωμα έγινε η Στράνωμα. (ΠΔ 80/23-6-1973 ΦΕΚ 152Α/21-7-1973
Τώρα γιατί πήρε την παραπάνω ονομασία κανένας δεν είναι βέβαιος.
Μερικοί υποστηρίζουν ότι ή λέξη είναι σλαβική και σημαίνει καινούριο χωριό ή χτίσιμο σπιτιού ή το μέρος όπου ξεκουράζονταν οι «στράνοι» δηλαδή οι στρατοκόποι.
Άλλοι προτείνουν ως ετυμολογία της λέξης Στράνωμα (όρθοτ. Στράνομα) Τις Σέρβικες λέξεις: strana = κλιτύς, πλαγιά και stranovit = απόκρημνος, απότομος βράχος, ανωφέρεια, απότομη κλίση.
Ότι η Στράνωμα έχει απότομη κλίση, μια και ξεκινάει απ’ το βουνό καί φθάνει μέχρι το Φείδαρη, δέν υπάρχει αμφιβολία. Αν όμως η ετυμολογία αυτής της λέξης ή κάποια από τις παραπάνω είναι σωστή, μόνο οι ειδικοί γλωσσολόγοι μπορούν να το βεβαιώσουν.

Γεωγραφική θέση

Το χωριό Στράνωμα βρίσκεται στην επαρχία Ναυπακτίας, του Νομού Αιτωλ/νίας και ανήκει στο Δήμο Πυλλίνης.
Γειτονικά χωριά με τα οποία και συνορεύει είναι: η Δορβιτσιά, η Φαμίλα και η Σίμου. Το ποτάμι Εύηνος ή Φείδαρης διασχίζει τον κάμπο του και το χωρίζει από τα χωριά κάτω Χρυσοβίτσα, Αχλαδόκαστρο και κάμπο Αναλήψεως.
Απέχει από την πόλη της Ναυπάκτου 40 χιλιόμετρα. Είναι ένα χωριό με λίγα πέτρινα σπίτια, μέσα σε πράσινο περιβάλλον με θέα τον άνω και κάτω κάμπο στην άκρη των οποίων περνά ο Εύηνος (ή Φείδαρης) ποταμός.
Είναι από τα μεγαλύτερα χωριά της επαρχίας Ναυπακτίας σε έκταση και πληθυσμό.
Για να φθάσει κανείς σ’ αυτό ακολουθεί την 24η επαρχίακή οδό Ναυπάκτου- Παλαιόπυργου- Σίμου- Δορβιτσιάς-­Στράνωμα.
Το έδαφος του χωριού είναι πεδινό στους κάμπους και ορεινό στο υπόλοιπο χωριό
Το υψόμετρο του χωριού είναι 600μ και ο πλη­θυσμός του 310 κάτοικοι (Τελευταία απογραφή)
Θέση - Σύνορα.
Το χωριό, είναι κτισμένο σε υψόμετρο 560μ. στις δυτικές πλαγιές τού βου νού «Κορφές», προέκτασης τού βουνού «Καρδαράς», στη μέση δύο λόφων πού καταλήγουν στον ποταμό Εύηνο ή Φίδαρη.
Στην ανατολική όχθη τού Εύηνου απλώνονται καταπράσινοι κάμποι.
Οι οικισμοί πού αποτελούν την Κοινότητα είναι:
1) Η Στράνωμα, το κυρίως χωριό έδρα τής ομώνυμης κοινότητας πού ιδρύθηκε στα 1912 ο άνω κάμπος υψόμετρο 220μ
3) Τα Διπόταμα, στο σημείο αυτό ενώνεται ο Εύηνος με τον Κότσαλο. 4) O Κάτω Κάμπος υψόμετρο 170 μ.
5) Τα Λουτρά Στάχτης Ύψο. 300 μ.
Η Κοινότητα Στράνωμας στα Β. συνορεύει με την Κοινότητα Δορβιτσιάς και τον Κότσαλο, Ν. με τις Κοινότητες Ριγανίου και Φαμίλας, Α. με τις Κοινότητες Δορβιτσιάς και Σίμου και Δ. με τον Εύηνο.
Στον κάτω κάμπο υπάρχει μια τοποθεσία που ακόμη σήμερα την λένε
«στου Βελιγκέκα το πλατάνι» Εκεί υπήρχε (το κατάφαγε ο Εύηνος τα τελευταία χρόνια) ένα τεράστιο πλατάνι, όπου κατά την παράδοση στον ίσκιο του έκατσε ο Βεληγκέκας μ’ όλο το ασκέρι του από 300 Τουρκαλβανούς.
Επίσης στο χωριό υπήρχε ένα μεγάλο πλατάνι με τεράστια περίμετρο. Ο κορμός του ήταν κούφιος. Εκεί στα κλαδιά του κρεμούσαν οι Τούρκοι τα παλικάρια. Το σεβάστηκαν οι αιώνες, αλλά οι άνθρωποι αγνόησαν την αξία του. Έτσι γύρω στα 1955 το έκοψαν, για να χάσει η Στράνωμα ένα Ιστορικό μνημείο της φύσης.